- τσαπίζω
- bêcher
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τσαπίζω — Ν [τσάπα] σκάβω με την τσάπα, σκαλίζω … Dictionary of Greek
τσαπίζω — τσάπισα, τσαπίστηκα, τσαπισμένος, σκάβω με την τσάπα ή το τσαπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάπισμα — το, Ν [τσαπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαπίζω, σκάλισμα … Dictionary of Greek